εκσφενδόνιση

εκσφενδόνιση
η
βολή σαν με σφεντόνα, εκτόξευση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • ανάπαλση — η (Α ἀνάπαλσις) [ἀναπάλλω] εκσφενδόνιση, εκτίναξη, αναπήδηση νεοελλ. (για θάλασσες, ποταμούς κ.λπ.) ανακύμανση, τρικυμία …   Dictionary of Greek

  • βαλλίστρα — Βλητικό πολεμικό όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ξύλινο σώμα εφοδιασμένο με μια συσκευή για το τέντωμα της χορδής. Αυτό το όπλο, που αποτελούσε μια τελειοποίηση του κλασικού τόξου, ήταν πιθανώς γνωστό πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή στους… …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… …   Dictionary of Greek

  • εκτίναξη — η (Α ἐκτίναξις) εκτιναγμός, ορμητικό και βίαιο τίναγμα, εκσφενδόνιση …   Dictionary of Greek

  • εκτιναγμός — ο (Α ἐκτιναγμός) 1. εκτίναξη, εξακόντιση, εκσφενδόνιση 2. καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα …   Dictionary of Greek

  • εκτόξευση — η 1. η ενέργεια τού εκτοξεύω, βολή με τόξο 2. εκσφενδόνιση, εξακόντιση, εκτίναξη («εκτόξευση νερού») …   Dictionary of Greek

  • επιβολή — η (AM ἐπιβολή) [επιβάλλω] νεοελλ. 1. καθορισμός, εξαναγκασμός («επιβολή φόρων») 2. αποκατάσταση τής τάξης 3. επίδραση ενός προσώπου σε άλλα, μεγαλοπρεπής εμφάνιση αρχ. μσν. 1. φόρος 2. διαίσθηση, αντίληψη 3. γνώση αρχ. μσν. παραχώρηση έρημης γης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”